Ιστορική διαδρομή της ελαιοκαλλιέργειάς στη Μεσαρά αλλά και στη Κρήτη γενικότερα

Η Κρήτη, σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα, φαίνεται να είναι η πρώτη περιοχή της Ευρώπης,  όπου  από τα μέσα της  Νεολιθικής εποχής (5700-2600) καλλιεργήθηκε το ελαιόδεντρο.

Yπάρχουν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που αποδεικνύουν την ελαιοκαλλιέργεια στην Κρήτη από την αρχαιότητα, όπως:

Τοιχογραφία με ελαιόδεντρο από  την Κνωσό

Πιθάρια αποθήκευσης ελαιόλαδου από τη Φαιστό

Λεκάνες ελαιοπιεστηρίου από τη Φαιστό

Μυλόπετρες ελαιοτριβείου από τη Γόρτυνα

Η άλεση του ελαιόκαρπου και η παραγωγή του ελαιόλαδου γινότανε σε ελαιοτριβεία ιδιωτικά, μοναστηριακά, δημόσια ή κοινοτικά με τον παραδοσιακό φυσικό τρόπο, της χρήσης ελαιόμυλων για την σύνθλιψη του ελαιόκαρπου και των πιεστηρίων με τους μποξάδες (ειδικοί φάκελοι) για την συμπίεση του αλεσμένου ελαιόκαρπου (ζύμης) και την εξαγωγή του ελαιόλαδου με διαχωρισμό από το νερό.

Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης (ΣΕΔΗΚ) υπολογίζεται ότι σήμερα καλλιεργούνται 42 εκατομμύρια ελαιόδεντρα στην Κρήτη.

Αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτών των ελαιοτριβείων συναντιούνται σήμερα ως εκθέματα όπως:

Το ελαιοτριβείο της Μονή Οδηγήτριας

Ο ελαιόμυλος στη Μονή

Το πιεστήριο στη Μονή

Το ελαιοτριβείο, όπως και το οινοποιείο, βρίσκεται ενταγμένο στο κυρίως μοναστηριακό συγκρότημα. Στην προκειμένη περίπτωση, το ελαιοτριβείο καταλαμβάνει το ΒΑ τμήμα της Μονής, ενώ δίπλα, βόρεια, βρίσκεται το πατητήρι. Οι πολλές επεμβάσεις στη Μονή κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της δεν μας επιτρέπουν την ακριβή χρονολόγηση του κτίσματος του ελαιοτριβείου, το οποίο έχει, τουλάχιστον, δύο κατασκευαστικές φάσεις. Η λειτουργία του πάντως πιστοποιείται από τον ανέκδοτο κώδικα της μονής του 1870-1872, που αναφέρει: «έν ελαιοτριβείον μεθ’ όλων των επίπλων του εν ενεργεία.»

Σήμερα το συγκρότημα του ελαιοτριβείου αποτελείται από τρεις χώρους. Τοξωτό θύρωμα από την αυλή οδηγεί στον πρώτο χώρο στον οποίο βρίσκεται ο φούρνος της Μονής και πιθανότατα λειτουργούσε και ως βοηθητικός χώρος του ελαιοτριβείου. Στο δεύτερο χώρο σώζεται έως και σήμερα ο ελαιόμυλος, ο οποίος λειτουργούσε με τρεις μυλόπετρες. Ο τύπος αυτός του ελαιόμυλου, που αντικατέστησε αυτόν με τη μονή μυλόπετρα, χρονολογείται από στον ύστερο 19ο αι. Κινητήρια δύναμη του τύπου του μύλου αυτού αλλά και του παλαιότερου τύπου αποτελούσαν τα ζώα, συνήθως άλογα ή μουλάρια ή ακόμη και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Στον τρίτο χώρο βρίσκεται το μεταλλικό πιεστήριο και η μονολιθική γούρνα διαχωρισμού του λαδιού από το νερό. Το πιεστήριο αυτό, με δύο σιδερένιους στύλους του πειραιώτικου τύπου, όπως το ονόμαζαν, χρονολογείται επίσης τον ύστερο 19ο αιώνα.

Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και κτιστό πατητήρι, κατασκευή που συναντάμε σε πολλά ελαιοτριβεία, το οποίο είχε εποχική χρήση, ενώ το υπόλοιπο διάστημα χρησίμευε ως χώρος αποθήκευσης του ελαιόκαρου. Το ελαιοτριβείο έπαψε να λειτουργεί γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα. Πρόσφατα ανακαινίστηκε από τη μοναστική κοινότητα και αποτελεί επισκέψιμο χώρο.

Το ιδιωτικό ελαιοτριβείο (Ο μύλος του Πρινάρη), Χρωμοναστήρι Ρεθύμνου (18ος αι.)

Ο ελαιόμυλος με τρεις μυλόπετρες

Το μεταλλικό πιεστήριο

Το ελαιοτριβείο ιδιοκτησίας Πριναράκη βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα του οικισμού Χρωμοναστήρι, ο οποίος έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το 1980. Αποτελεί τμήμα ενός μεγάλου οικιστικού συγκροτήματος. Τα ίδιο το ελαιοτριβείο είναι ένα ισόγειο κτίσμα που καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα του συγκροτήματος με χαμηλότερο όμως επίπεδο και φέρει δύο χώρους. Ο δυτικός χώρος καλύπτεται με δίριχτη κεραμωτή στέγη και ο ανατολικός με μονόριχτη, αποτέλεσμα όμως πρόσφατης επέμβασης ανακαίνισης του κτιρίου.

Τα μορφολογικά του στοιχεία, όπως τα τοξωτά θυρώματα και η σωζόμενη σκαρπωτή γωνία από λαξευτή λιθοδομή, μας παραπέμπουν στον 18ο αι. Τόσο η βόρεια είσοδός του από την πλατεία, όσο και η νότια, που επιτρέπει την επικοινωνία με το υπόλοιπο συγκρότημα, οδηγούν στον κύριο χώρο του ελαιοτριβείου. Υψηλό ημικυκλικό τόξο στο μέσο του δωματίου διαχωρίζει τις δραστηριότητες παραγωγής του λαδιού. Στο κέντρο του ανατολικού τμήματος βρίσκεται ο ελαιόμυλος που κυριαρχεί στο χώρο. Η κτιστή υψηλή στρώση (βάση), που το άνω μέρος της διατρέχει περιχείλωμα από λαξευτή λιθοδομή, φέρει τρεις ανισομεγέθεις μυλόπετρες. Στην ΝΔ γωνία, δύο κτιστές ταΐστρες ( μαντζαδούρες) χρησίμευαν για το τάισμα των ζώων που κινούσαν τη φάμπρικα. Στο δυτικό χώρο βρίσκεται ακέραιο το μεταλλικό πιεστήριο και η μεταλλική κατασκευή-βίντσι, στερεωμένη στο δάπεδο, που χρησίμευε για την περιστροφή του πιεστηρίου. Το νότιο τμήμα του χώρου καταλαμβάνει ανοιχτός άνωθεν κτιστός ληνός, με δύο στόμια εκροής στην κύρια όψη του.

Στην πραγματικότητα, όπως συνηθιζόταν σε αρκετά ελαιοτριβεία, ο χώρος χρησίμευε την περίοδο λειτουργίας του ελαιοτριβείου ως χώρος αποθήκευσης του ελαιόκαρπου και τους θερινούς μήνες ως πατητήρι για την παραγωγή μούστου. Σήμερα, για εξοικονόμηση χώρου, το πατητήρι έχει διαμορφωθεί με ξύλινο πάτωμα στο άνω μέρος, στο οποίο οδηγεί μικρή κλίμακα, ενώ το εσωτερικό του ως αποθηκευτικός χώρος.

Το ελαιοτριβείο τα τελευταία χρόνια, αφού συντηρήθηκε και ανακαινίστηκε από τον σημερινό ιδιοκτήτη του, αποτελεί έναν επισκέψιμο χώρο στον οποίο ο επισκέπτης, εκτός από τις ίδιες τις εγκαταστάσεις παραγωγής λαδιού, μπορεί να δει και τα διάφορα άλλα απαραίτητα σύνεργα της διαδικασίας: τους μποξάδες, τα μεταλλικά δοχεία αλλά και σειρά φωτογραφιών που δείχνουν τον τρόπο λειτουργίας του. Στο δεύτερο χώρο, που επικοινωνεί με τον πρώτο με μικρή θύρα, έχουν τοποθετηθεί επίσης χρηστικά, κυρίως, αντικείμενα λαογραφικού ενδιαφέροντος.

Το δημόσιο ελαιοτριβείο στο Γαβαλοχώρι Χανίων (17ος αι.)

Ο ελαιόμυλος με τις τέσσερις μυλόπετρες

Το μεταλλικό πιεστήριο

Το ελαιοτριβείο, που απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του οικισμού. Ανήκει στον τύπο του θολοσκέπαστου μονόχωρου κτίσματος. Οι ημικυκλικής διατομής θόλοι του χωρίζονται στο μέσο από ένα ζεύγος χαμηλωμένων τόξων από λαξευτή λιθοδομή, που στηρίζονται σε φαρδύ ορθογώνιο πεσσό.

Ο ανατολικός θόλος, που αποτελεί και τον κύριο εργαστηριακό χώρο, έχει μια τοξωτή είσοδο στο βόρειο τοίχο του, ενώ μια άλλη στον ανατολικό τοίχο, που επικοινωνούσε με τους παράπλευρους χώρους, ξένης ιδιοκτησίας σήμερα, είναι κτισμένη. Στον ίδιο χώρο σώζονται και οι δύο ελαιόμυλοι. Ο ένας ανήκει στον τύπο με την μία μυλόπετρα, που περιστρέφεται πάνω σε μία μονολιθική, κυκλικής διατομής, βάση και ανήκει στην αρχική φάση του κτιρίου, δηλαδή τον 17ο αι. Ο δεύτερος ελαιόμυλος ανήκει στον νεότερο τύπο του ύστερου 19ου–αρχές 20ού αι. με τέσσερις ανισομεγέθεις μυλόπετρες πάνω σε κτιστή βάση. Ο τύπος αυτός αντικατέστησε τον παλαιότερο, ο οποίος και έπεσε σε αχρηστία με μεγάλη ευκολία, αφού παρήγαγε σχεδόν διπλάσια ποσότητα λαδιού από τον προηγούμενο (περίπου 25 κιλά λάδι την ώρα). Πάνω απ’ αυτόν σώζεται το μικρό ξύλινο πατάρι, που βρισκόταν η κοφινίδα μέσα στην οποία ρίχνονταν οι προς άλεση ελιές. Η πρόσβαση στο πατάρι γινόταν με μικρή ξύλινη σκάλα, η οποία και σώζεται. Τόσο ο ελαιόμυλος με τη μία μυλόπετρα, όσο και ο άλλος με τις τέσσερις, κινούνταν με ζωική δύναμη, ενώ συνήθως χρειάζονταν δύο με τρία τουλάχιστον άτομα για τη λειτουργία τους. Ένα για να περπατάει γύρω-γύρω με το ζώο και δύο που έριχναν τις ελιές από το πατάρι στον ελαιόμυλο. Στον ανατολικό τοίχο βρίσκεται και το τζάκι, μια υψηλή κόγχη κατασκευασμένη στο πάχος του τοίχου, που ήταν απαραίτητο για την θέρμανση του νερού.

Στο δυτικό θόλο, και σε επαφή με το βόρειο τοίχο, σώζεται το μεταλλικό πιεστήριο του νεότερου τύπου, ίδιας εποχής με το νεότερο ελαιόμυλο, με τη μονολιθική γούρνα περισυλλογής του λαδιού. Σε μικρή απόσταση υψώνεται ο μποτζεργάτης, απαραίτητο εξάρτημα για τη λειτουργία του πιεστηρίου. Το ελαιοτριβείο μετά την αγορά του από το ΥΠΠΟ αποκαταστάθηκε μερικώς τη δεκαετία του 1990 από την 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Οι κύριες ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Κρήτη είναι οι εξής:

  1. Θρούμπα/Χοντρολιάς

2. Μαστοειδής/Τσουνάτη

3. Κορωνέικη/Ψιλολιά